- σχοινοβασία
- η / σχοινοβατία, ΝΜΑ, και ιων. τ. σχοινοβατίη Αη τέχνη τού σχοινοβάτη, ισορροπία, βάδισμα ή και χορός πάνω σε τεντωμένο σχοινί, ακροβασίανεοελλ.1. στον πληθ. οι σχοινοβασίεςοι σχοινοβατικές ασκήσεις2. μτφ. ριψοκίνδυνη ενέργεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινοβάτης. Ο νεοελλ. τ. σχοινοβασία μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.